φαρμακεία

φαρμακεία
φαρμακεία, ας, ἡ (also-κία; X., Pla. et al.; Vett. Val., pap, LXX; En, AscIs; Philo, Spec. Leg. 3, 94; 98; Ar. 13, 7; Tat. 18, 1) sorcery, magic (φάρμακον; Polyb. 38, 16, 7; Ex 7:11, 22; 8:14; Is 47:9, 12; Wsd 12:4; 18:13; En 7:1; SibOr 5, 165) Rv 18:23. Pl. magic arts 9:21 (v.l. φαρμάκων). In a list of vices Gal 5:20; B 20:1 (AscIs 2:5 ἐπλήθυνεν [ἡ] φαρμακία καὶ ἡ μαγία καὶ ἡ μαντία … καὶ ἡ πορνία … ); pl. D 5:1.—B. 1495. DELG s.v. φάρμακον. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακεία — φαρμακείᾱ , φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακείᾳ — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρμακεία — Φαρμακείᾱ , Φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρμακείᾳ — Φαρμακείᾱͅ , Φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρμάκεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμάκεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακεία — η 1. η παροχή δηλητηριώδους φαρμάκου. 2. η χρησιμοποίηση δηλητηρίου για διάπραξη εγκλήματος, η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα: Κατηγορείται για φαρμακεία. 3. η θεραπεία με φάρμακο. 4. η μαγεία με φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεῖα — φαρμακεῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακείας — φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem gen sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακείαι — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”